Στα μονοπάτια της σιωπής
της νύχτας οδοιπόροι
ψάχνουν το φως της χαραυγής
της λήθης μισθοφόροι.
Κι' ανάβω το φεγγάρι όλες τις νύχτες
να βρίσκουνε τον δρόμο οι ξενύχτες
κι όσοι χαθήκανε στις μοναξιάς τις στράτες
μοναχικοί που έμειναν αντάρτες.
Στης νύχτας τους την αγκαλιά
ονειροπόλοι αλήτες,
που ξεγυμνώνουν την καρδιά
χωρίς ντροπή και λύπες.
Κι ανάβω το φεγγάρι όλα τα βράδια
για ‘κείνους που χαθήκαν στα σκοτάδια,
που τριγυρίζουνε σε ξεχασμένους τόπους
μακριά από Θεό και από ανθρώπους.