Κάθε βράδυ στην ταβέρνα, μοναχός,
με παιδεύει πάντα ο ίδιος ο καημός.
Ο καημός της προδοσίας σου, χολή.
Πίνω και μου τον νοθεύει το κρασί.
Φέρτε μου της λησμονιάς τα βότανα.
Τα χείλη που δεν χόρταινα,
την αγκαλιά που έγερνα
να μην αναζητώ.
Φέρτε μου να πιω ποτήρια αμέτρητα,
βαριά τσιγάρα, σέρτικα,
αυτή που εμπιστεύτηκα
να διώξω απ’ το μυαλό.
Σαν διωγμένο αλητόπαιδο γυρνώ,
από σπίτι κι από μάνα ορφανό.
Άσκοπα στους πέντε δρόμους σέρνομαι
και που τη θυμάμαι μόνο, ντρέπομαι.