Λίγο πριν να ξημερώσει, λέξεις και φωνές
δίχως να το καταλάβεις, δίχως να το θες,
σε διαλέγουν, σε πλανεύουν, μπαίνουν στη μιλιά
κι αν ξυπνήσεις, θα μιλήσεις, σ’ άγνωστη λαλιά.
Εϊ... Γκιουνέ, ε... ναι Γκιουνέ... ναι Γκιουνέ...
Ώσπου να το εξηγήσεις, ώσπου να σκεφτείς,
τις φωνές σου μες στη λήθη πριν ξεφορτωθείς,
γίνονται οι φωνές στιχάκια και φτεροκοπούν,
να `βρουν χείλη, να `βρουν γλώσσα, να ελευθερωθούν.