Σ.Κ.
Είδα μια μάνα να θρηνεί στον τάφο του παιδιού της
και ενώ θρηνούσε μοναχή, είχε ένας άγνωστος σταθεί,
έκλαιγε η μάνα τη νεκρή αλλά κι ο ξένος κλαίει,
γυρίζει η μάνα, τον κοιτά και με καημό του λέει:
Γ.Λ.
Λεβέντη μου, ποιος είσαι εσύ
που κλαις για το παιδί μου;
γιατί θρηνείς μια συμφορά
που είναι όλη δική μου.
Σ.Κ.
Κυρούλα μου το δάκρυ μου
τόπο κι εμέ θα πιάσει,
γιατί είμ’ αυτός που αγάπησε
την κόρη που `χεις χάσει.
Γ.Λ.
Αγόρι μου, στη συμφορά
ποιος θα μας δώσει θάρρος;
ήταν γραφτό πριν παντρευτεί,
να μας την πάρει ο χάρος.
Σ.Κ.
Αφού ο χάρος ζήλεψε
την κόρη την δική σου,
θα κλαίω για την αγάπη μου
κι εσύ για το παιδί σου.