Σαράντα μέρες μελετώ
να πάω στον πνευματικό,
πη(γ)αίνω μια, πη(γ)αίνω δυο,
δε(ν) τον εβρίσκω μοναχό.
Και μια Λαμπρή μια Κυριακή,
πάω και βρίσκω τον εκεί.
Σκύβγω φιλώ το χέρι του,
κα(θ)ΐζω στο μιντέρι* του.
-Παππά μου ξομολόγα με
τα κρίματα μου ρώτα με.
Ρώτησε ξαναρώτησε
τα κρίματά μου γνώρισε.
-Τα κρίματα σου `ναι πολλά
κι αγάπη να μην κάνεις πια.
-Σαν αρνηθείς εσύ παππά,
τον άρτο και τη λειτουργιά
τότες θε ν’ αρνηθώ κι εγώ
τα μαύρα μάτια π’ αγαπώ.