Σίγουρα περίμενα πως θα ‘φτανε η στιγμή
μα ήλπιζα να ξεχαστεί όπως πάντα.
Ήξερα θα κύλαγες κι εσύ σαν τη βροχή
κι έκλεινα τα μάτια μου στα δάκρυα.
Κι ο αέρας π’ αναπνέει
είναι σίδερο και καίει
κι όταν φεύγει από εκείνη το δανείζομαι.
Είναι νύχτα κι είμαι μόνος
κάνω πλάκα και σφυρίζω
έχει φύγει μα σ’ εκείνη ψιθυρίζω.
Με τη σκέψη να βαραίνει όλο πιο πολύ
και την αγκαλιά μου τώρα άδεια.
Είπα θα περάσει και θα έρθει το πρωί
μα ήτανε ατέλειωτα τα βράδια
Κι ο αέρας π’ αναπνέει
είναι σίδερο και καίει
κι όταν φεύγει από εκείνη το δανείζομαι.
Είναι νύχτα κι είμαι μόνος
κάνω πλάκα και σφυρίζω
έχει φύγει μα σ’ εκείνη ψιθυρίζω.