Λόγος γίνηκε προχτές στου Αλεξανδριανού το κέντρο
κι ίσαμε είκοσι φωτιές άναβαν απ’ το ίδιο δέντρο.
Κι ήταν στα έμπα του ο Μάρτης και ψιλοκρυώνανε
κι όπως το ’δειχνε ο χάρτης θα μαλώνανε.
Μέσα όλα τα παιδιά κι έξω σούστες αραγμένες
κι όπως έκαιγε η φωτιά πικραθήκαν δυο λεβέντες.
Άστραψαν κάτι μαχαίρια στο ντουμανιασμένο φως
κι έφυγε η φωτιά απ’ τα χέρια κι άναψε ο καημός.
Κι έπεσε ψιλό καρφί κι ήρθαν οι χωροφυλάκοι
κι άνοιξαν μ’ άλλο κλειδί, σπάσαν το μπαγλαμαδάκι.
Πιάσαν τα παιδιά στη ζάλη και τον Αλεξανδριανό
που είχε φτιάξει το κεφάλι μόνο απ’ τον καπνό.