Τα χειλάκια της μανούλας πικραμένα
μού `παν κάποιο δείλι "άντε στο καλό"
και τα μάτια της τα χιλιολατρεμένα
λέγαν λύπη με λαχτάρα στο γιαλό
Έφυγα μακριά της μες στην ξενιτιά
κι έμεινε μονάχη μες στα γηρατειά
Μα τα λόγια της τα τόσο πονεμένα
αντηχούν στ’ αυτιά μου σαν μια προσευχή
και τα μάτια της τα χιλιολατρεμένα
τα `χω φυλαχτό μου μέσα στην ψυχή
Μάνα
μια λεξούλα τόση δα
μα πόσο βάθος κρύβει
Μάνα
μπρος στον δικό σου τον καημό
κι ο πόνος φτώχεια πάλι σκύβει
Μάνα
πώς μεγαλώνεις τα παιδιά
με πόσους πόνους και φροντίδες
κι αυτά σ’ αφήνουν μια βραδιά
με μόνη σου παρηγοριά
τις αναμνήσεις και ρυτίδες
Η μανούλα δεν εκράτησε τον πόνο
και μια ωραία αυγούλα πριν ο ήλιος βγει
η ψυχή της εφτερούγισε και μόνο
μ’ άφησε να κλαίω σε μια ξένη γη
Με θολή τη σκέψη και ψυχή βαριά
βλέπω τα όνειρά μου τώρα ρημαδιά
Σαν τα λόγια της τα τόσο πικραμένα
τα θυμάμαι πάντα πώς μελαγχολώ
και τα μάτια της τα τόσο λατρεμένα
που `χαν κλάψει τότε κάτω στο γιαλό