Τώρα που ερήμωσε η αυλή μου και τα γλέντια τελειώσαν
κι οι μουσαφίρηδες γυρίσαν στη βολή τους
Τώρα που σώπασαν τα στόματα κι οι αγάπες παλιώσαν
πίνω μονάχος κι αγναντεύω τη φυγή τους.
Χρωστάω απόψε ένα τραγούδι στην πιο πιστή γυναίκα,
φίλη, γκόμενα, αδελφή και κολλητή μου
Στη μοναξιά που τόσα χρόνια στωικά περίμενε
κι όταν ξεθόλωνα απ’ το ψέμα ήταν μαζί μου.
Του κυρ Θανάση γυρνάει στο μυαλό μου μια ατάκα
να κάνεις πάντα αυτό που λέει η κάρδια σου
μα να προσέχεις και γάμησε τον κάθε μαλάκα
που σε ζύγωσε για να πατήσει τα όνειρά σου.
Γι’ αυτό απόψε μονάχα για την πάρτη μου ραπάρω
και μαζεύω της ψυχής μου τα κομμάτια .
Πίστεψέ με δε μ’ έχεις δει ακόμα να σαλτάρω
Άσε τα λόγια ρε, η μαγκιά είναι στα μάτια
αυτά που δεν αντέχεις και πολύ να τα κοιτάξεις
που γυρνάς το βλέμμα αλλού κι ύστερα σκύβεις το κεφάλι
που σ’ ακολουθάνε όποιον δρόμο κι αν αλλάξεις
να θυμάσαι ότι πονάς για να γελάνε οι άλλοι.
Να χέσω τα χαμόγελα και τα ωραία λόγια,
τις γιορτές και τις μεγάλες αγκαλιές
Προτιμήσατε το φως κι εγώ παλεύω στα υπόγεια
πίνω μόνος μου και νοσταλγώ το χτες.
Πάντα το τράβαγα στα άκρα κι όπως λες δεν παλευόμουνα
Κρατούσα πάντα μια ανοιχτή πληγή
Ήξερα βλέπεις ότι κι αν ζούσα πως θα πληγωνόμουνα
είχα δει το τέλος από την αρχή
Έτσι κι αλλιώς μονάχα η θλίψη μου μ’ αγάπησε πολύ
και τη θυμάμαι όταν γελούσα να πεισμώνει
Όταν κρυβόντουσαν οι άλλοι εγώ καθόμουν στη βροχή
και πάντα φίλιωνα μ’ αυτούς που νιώθαν μόνοι
Γι’ αυτό σου λέω μη καυχιέσαι πως με ξέρεις καλά
και μη χώσεις αυταπάτες μες στη κούτρα σου
Ότι με μάτωσε απόψε το ρίχνω στη φωτιά
κι αν ήπιαμε κι ένα κρασί το φτύνω μες στα μούτρα σου
Κι αν ήπιαμε κι ένα κρασί το φτύνω μες στα μούτρα σου.