Να με σκοτώσεις με φιλί φαρμακερό
και να με ντύσεις με τσιγγάνικη χλαμύδα
σάπιο της μνήμης το αθάνατο νερό
κι οι μισθοφόροι θέλουν αίμα στην κερκίδα.
Να με γυρέψεις σε μεγάλο μακελειό
όταν φωνάξουν στρατοδίκες τ’ όνομά μου
χρόνια το βιος μου κουβαλάω στο γυλιό
πάνω στο τείχος των δειλών τ’ ανάστημά μου.
Με ξύλα κέδρου να με κάψεις στο Σινά
να με σκορπίσεις μαύρη νύχτα μες στο Γάγγη
σαν νυχτερίδα η ψυχή μου να περνά
μέσα στα όνειρα που μού ΄κανες ανάγκη.
Ένα σποράκι να μου δώσεις στο λιμό
και εγώ θα ζήσω στο πλευρό σου χορτασμένος
παλιά σημάδια της ανάγκης στο λαιμό
και στα φιλία σου ζωντανός και πεθαμένος.
Τρύπιο τ’ αμπέχονο μου τρώει το κορμί
και μες τη χούφτα μου ανοίγω το σουγιά μου
όσοι αρνήθηκαν σκοτώσανε τα μη
και ζωγραφίζουν τη χαρά με τη σκουριά μου.
Οι λαθροθήρες περιμένουν στην πηγή
της άγριας νιότης να σκοτώσουν το ελάφι
ταξίδια τάζουν σ’ άλλη γη οι ναυαγοί
και οι τοκογλύφοι ξεπουλάνε το χρυσάφι.