Όπως τα φώτα στη βροχή τριγύρω απλώνουν,
χάνουν την αίγλη τους σαν `ρθεί το πρωινό.
Όπως ματώνει το κορμί που το πληγώνουν
και σαν της κάθε Κυριακής το δειλινό.
Σαν άδειο σπίτι που φυλάκισε ένα κλάμα,
σα να εμφάνισες κομμένο αρνητικό.
Όπως της άγουρης ζωής το πρώτο γράμμα,
του τελευταίου του φιλιού το μυστικό.
Μοιάζουνε τούτες οι στιγμές
ζητάνε κάτι.
είναι στα κόκκινα ντυμένες,
παραπατάνε
(κι όλο μου κλείνουνε το μάτι.)
Σαν το αντίο στη στερνή στροφή του δρόμου,
σαν περιτύλιγμα σκισμένο από παιδί.
Όπως τα μάτια της στ’ αντίκρυσμα του πόνου
και σαν εικόνα που την έχεις αρνηθεί.
Μοιάζουνε τούτες οι στιγμές
ζητάνε κάτι,
είναι στα κόκκινα ντυμένες
παραπατάνε
(κι όλο μου κλείνουνε το μάτι).