Τα παλιά τα καλοκαίρια ήρθαν μέσα από τα βάθη
και τους έρωτες μας φέραν με το άνθος και το αγκάθι
και με το φιλί στο στόμα, σ’ ένα αλλιώτικο ακρογιάλι
μας χαρίσαν τη γαλήνη σαν κοχύλι, σαν κοράλλι.
Ξάφνου παίρνει το κοχύλι για ν’ ακούσει τους ανέμους
και τη θάλασσα ν’ ακούσει κι όλους τους αγαπημένους.
Εγώ κάνω προς τα πέρα πως τα κύματα κοιτάω,
με μια αχνή φωνή σβησμένη ψιθυρίζει σ’ αγαπάω.
Καθώς άγρυπνος ξαπλώνεις πάνω στ’ άγουρα τα στήθη,
σου διηγείται μες το αυτί σου τη ζωή σα παραμύθι
και την παίρνει ξάφνου ο ύπνος απαλά, πάνω που λέει
πως είναι ωραίο το καλοκαίρι κι είναι τόσο ευτυχισμένη.
Μες τα χέρια σου είμαι ωραίος κι έχω γράψει τ’ όνομά μου
σ' ένα γράμμα που πηγαίνει στα χείλη του πελάγου.
Σ' έχω δει άραγε στ' αλήθεια,
σ' έχω δει στα όνειρά μου.
Ύπνο αιθέριο κοιμάται το σκυλί στα σκαλοπάτια
οι γονείς μας είναι νέοι, τα μαλλιά μπαίνουν στα μάτια
κι είναι όμορφο το σπίτι τα απογεύματα
όπως μπαίνει το αεράκι στο σαλόνι και ο ήλιος στα δωμάτια.
Χαιρετώ τα καλοκαίρια που σταθήκαμε για λίγο
στην παλιά φωτογραφία με χαμόγελα από ήλιο,
με το νεανικό το σώμα και το βλέμμα με τ’ αστέρια.
Τα παλιά τα καλοκαίρια σα δικά μας και σαν ξένα.