Άλλη μια μέρα που στα πόδια μου πατώ,
ανοίγω το κωλόστομά μου για να σας κρατώ ό,τι είναι δυνατό,
σαν φυλακτό που σε κρατά απ’ τα πάντα απείραχτο.
Ξεκίνα απ’ το μηδέν σίγουρα κάπου κάποτε θα καταλήξεις,
είναι κάποια πράματα που δε συνιστώ να τα αγγίξεις,
όσο κι αν πλήξεις. Όσα κεφάλια κι αν ανοίξεις δε θα βρεις τίποτα μέσα άδεια όλα.
Ξύπνησα μαύρο χάλι λες και κατάπια φόλα,
ψήνω καφέ εσύ τα χαρτάκια κόλλα να δούμε που θα κυλίσει.
Σε κάποια απ’ τις στροφές έχω κολλήσει ψάχνω θέμα,
δεν ψήνομαι ν’ ακούσω άλλο ένα ψέμα, κατεβαίνω,
περνάν πολλά μα δε προλαβαίνω, τι τα θες; Δε
σε καταλαβαίνω τι μου λες ε, μένω σ’ αυτά που `πα χθες ε,
ώρα κοινής ησυχίας, στενές επαφές σε κάποια απ’ της αυγής την γειτονιές,
σκοτώνω ώρες κι εποχές.
Στα εδάφοι που φωλιάζουν οι οχιές από μικρά παιδιά πατάμε,
μαθαίνουμε να παίρνουμε οτιδήποτε ζητάμε,
δουλεύουμε αν θέλουμε να φάμε
και ψάχνουμε όλο κάποιο τρόπο να τα κονομάμε,
είν’ αλυσίδα, μόλις τελειώσει κάτι αμέσως γυρνάμε σελίδα.
Είπα να κάνω ότι δε σ’ είδα, μ’ απ’ την άλλη
ο πρωινός πονοκέφαλος μου γαμάει το κεφάλι.
Άντε γαμήσου, καλημέρα,
μα στάσου λίγο από `μένα πιο πέρα να σε βλέπω.
Κάθε μέρα σαν τρελός τρέχω πάνω κάτω,
για να μην πιάσω πάτο, δεν περιμένω να βρω...