Στο τηλέφωνο σε παίρνω απ’ τη γωνία
κι όλο βγαίνουν κάτι άσχετοι
και η ώρα δεν περνά και η ώρα δεν περνά
κι είναι τώρα πια κοντά δυο τρία χρόνια
που εξαιτίας σου έχω χάσει κάθε στυλ
κι η τροχιά του έρωτά μου μπαινοβγαίνει
απ’ τον φούρνο στην κατάψυξη
αλλά εσύ που με κοιτάς αφηρημένη
κάποιο φάλτσο αισθανόμουνα κι εκεί
στην αρχή που είχαμ’ οι δυο μας πρωτοβγεί.
Μας βαρούν κλαρίνα και τραβάμε ίσια
σε ανηφοριές γνωστές με κυπαρίσσια.
Είν’ απόψε αλλιώτικα εδώ
κι όλο πλησιάζεις δέσμες φως βγάζεις
κι όλο πλησιάζεις ποιου θεού μοιάζεις
κι όλο είσαι μακριά μου, ομορφιά μου
Πώς χορεύεις με τα χέρια σου υψωμένα
σα να ψάχνεις μιαν αόρατη ανεμόσκαλα
κι οι λαγόνες σου απαλά που κυματίζουν
κι είσα πότε κοντά κι είσαι πότε μακριά
μπαινοβγαίνεις σ’ ένα χώρο που για ήλιο
στρίβει μόνο κατά τη δεξαμενή
και με μαύρα ματογυάλια ξαναστρίβει
στης αγάπης την πλευρά τη σκοτεινή.
Μας βαρούνε ντέφια, ή μήπως δε σ’ αρέσει
μα όταν λιώνεις, βιώνεις τρομερά τη σχέση
κόκκινον μου στρώνεις ουρανό
κι όλο πλησιάζεις δέσμες φως βγάζεις
κι όλο πλησιάζεις ποιου θεού μοιάζεις
κι όλο είσαι μακριά μου, ομορφιά μου.
Στο δασάκι του Ε.Ο.Τ. η συναυλία
δεν τελειώνει την κατάλληλη στιγμή
κι απ’ το χώμα σηκωνώμαστε οι δυο μας
σ’ ένα πεύκο ακουμπάς, το μπλου τζιν ξαναφοράς
στο σκοτάδι κατεβαίνουμε βουβοί
μες στην πιο εφιαλτική κυκλοφορία
και μπροστά στην πόρτα ψάχνεις το κλειδί
ο ερωτάς μας είναι σαν τη συναυλία
που είν’ ανίκανη, που είν’ ανίκανη
να τελειώσει και να το φχαριστηθεί
γιατί έχει ένα κόμπο απ’ την αρχή.
Η Αθήνα κάτω άναψε σαν ούφο
και στου ιερού Λυκαβηττού το σκούφο
έχουμε χαθεί από καιρό
κι όλο πλησιάζεις δέσμες φως βγάζεις
κι όλο πλησιάζεις ποιου θεού μοιάζεις
κι όλο είσαι μακριά μου, ομορφιά μου.