Δεν περνούν οι μέρες, δεν περνούν οι ώρες.
Πόσα χρόνια, πόσες πίκρες, πόσους δρόμους
θα διαβώ ώσπου ν’ αντικρίσω πάλι
του σπιτιού μου το καπνό.
Δεν περνούν οι μέρες, δεν περνούν οι ώρες.
Τόσους κόπους, τόσες πείνες, τόσους πόνους
τους ξεχνώ αν στο τέλος,
της πηγής μας το νεράκι ξαναπιώ.
Ιθαγδάτη, νησάκι που ανεβαίνει στην πηγή.
Ιθαγδάτη, δεν έχω εγώ άλλο φως και άλλον οδηγό.