Τη λέγανε Δώρα και μπήκε με φόρα,
ήρθε σαν ήλιος μα έφυγε, φίλε, σαν μπόρα.
Τη λέγανε Μάρα, άσχημη φάρα
μου `σπασε πιάτα, ποτήρια και μία κιθάρα.
Τη λέγανε Σία, παιδί αφασία
μα είχε μπερδέψει τον ύπνο με τη συνουσία.
Τη λέγανε Φρόσω μα ζήλευε τόσο
που έφυγα νύχτα σαν κλέφτης να μην τη σκοτώσω.
Οι γυναίκες έχουν δίκιο,
όλοι είμαστε ρεμάλια,
φαλλοκράτες και γουρούνια
και αγύριστα κεφάλια.
Οι γυναίκες έχουν δίκιο
πως χαλάμε όλα τα πλάνα,
μα ευθύνη όμως έχει
και η Ελληνίδα μάνα.
Τη λέγανε Κλαίρη, κορίτσι αστέρι
μα όταν τα έπαιρνε έμοιαζε με νταλικέρη.
Τη λέγαν’ Βασούλα, με βίλα στη Βούλα
μα είχε την πλέον βαρβάτη στο μάτι σακούλα.
Τη λέγανε Ντίνα, περνούσαμε φίνα
ζητάει στεφάνι, ρε φίλε, πριν κλείσουμε μήνα.
Τη λέγαν’ Ειρήνη, παιδί φιγουρίνι
όμως δεν ήξερε στόμα ποτέ της να κλείνει