Τα λόγια του ήτανε μισά
και στο μεθύσι του μπροστά
έδινε μάχη την αγάπη να νικήσει.
Άλλο δεν του ’διναν να πιει
και το ποτήρι προσπαθεί
από το δάκρυ των ματιών του να γεμίσει.
Πόσα θύματα, αγάπη, παρασέρνεις!
Άσ’ τον ήσυχο τον δύστυχο εδώ,
και μη γίνεσαι γυναίκα για να παίρνεις
των ανθρώπων την καρδιά και το μυαλό.
Ακουμπισμένος στη γωνιά
με τον καημό του συζητά
για μια αγάπη που τον έχει ταπεινώσει.
Να συνεχίσει δεν μπορεί
και μες στον πόνο προσπαθεί
με το πιοτό τον εαυτό του να σκοτώσει.
Πόσα θύματα, αγάπη, παρασέρνεις!
Άσ’ τον ήσυχο τον δύστυχο εδώ,
και μη γίνεσαι γυναίκα για να παίρνεις
των ανθρώπων την καρδιά και το μυαλό.