Στους Ποδαράδες έβαλα,
σεβντά πολύ μεγάλο
κι ένα μαράζι αγιάτρευτο,
που δεν υπάρχει άλλο.
Αγάπησα ο δυστυχής,
μια απ' τους Ποδαράδες,
που είναι πολύ, έμορφη,
κι έχει πολλούς, παράδες.
Τα μάτια της σαν με κοιτούν,
πληγώνουν την καρδιά μου,
μ' αυτ' η κακούργα, δεν πονεί
και τρώει, τα σωθικά μου.
Θα το 'χει φαίνεται στον νου,
να μην την αποκτήσω
και θα με κάνει η άπονη,
αχ, να πάω ν' αυτοκτονήσω.