Ως πότε θα παιδεύομαι
στον κόσμο αυτόν απάνω
κι αν μέσ’ στο πλήθος τριγυρνώ,
μονάχος θα πεθάνω.
Μια και δε στεριώνω, δε στεριώνω πουθενά,
λέω να την κάνω πάνω στ’ άγρια βουνά,
μού 'ρχεται, που λες, να πάρω τ’ άγρια βουνά,
αφού δε χωράω πουθενά.
Τα βάσανά μου, γράψανε
απάνω στο κορμί μου
κι από τις πίκρες, μαύρισε
η δόλια η ψυχή μου.
Μια και δε στεριώνω, δε στεριώνω πουθενά,
λέω να την κάνω πάνω στ’ άγρια βουνά,
μού 'ρχεται, που λες, να πάρω τ’ άγρια βουνά,
αφού δε χωράω πουθενά.