Μου `ταξε πάλι η καρδιά μου να με κεράσει αίμα
ζεματιστό, καλό να κάψει κάθε ψέμα.
Κύλα, σύρε μαζί σου βρωμιά μέσα απ’ τις φλέβες μου
και φτύσε στο χρόνο, πάρτε τη φλόγινη αγέρες μου
και φέρτε μου, λίγη μαγιά να λυτρωθώ
και κάποια ελπίδα πάνω της να στυλωθώ, να σωθώ.
Δε σου ζητάω να μ’ ακουμπήσεις σε παπλώματα,
τη βγάζω με κουρέλια και μπαλώματα.
Στόματα τριγύρω ξεχασμένα να τρέμουν
για μια αγκάθινη αλήθεια, δε σωπαίνουν,
εδώ αθεράπευτα μένουν, το παλεύουν, πεθαίνουν
αγναντεύουν λόφους, καμένους μα επιμένουν
Κάπου εκεί μέσα χωμένη κι η δικιά μου πάρτι
να γυρεύει κάτι απίθανο μ’ αθάνατο χάρτη
που `χει σημάδια, τραγούδια, καλά κρυμένο θησαυρό
κι είναι η πιο ζόρικη ελπίδα πριν να χαθώ να τον βρω
Πλέω σ’ ατέλειωτο ταξίδι που μη σώσει να τελειώσει
ποτέ του μη με βγάλει σε στεριά κι ας με λιώσει
κι ας με πατώσει και `κει ίσως βρω κρυμμένο αστέρι
Ποιος το ξέρει;Κανείς δεν το ξέρει...
Ποιος, ποιος στ’ αλήθεια να ξέρει
το ταξίδι αυτό μπροστά τι θα μου φέρει;
Ποια λαχτάρα μου φυλάει η επόμενη μέρα,
γιατί εγώ σήκωσα για λάβαρο φωτιά και φοβέρα;
Ποιος, ποιος θα μου μάθει την αλήθεια;
Ποιος μπορεί να με γλιτώσει απ’ τα δικά μου παραμύθια
Ποιος ξέρει το ταξίδι αυτό μπροστά μου τι θα φέρει
κανείς, κανείς δεν το ξέρει...
Ούτε θεός σ’ ουρανό, ούτε θνητός σ’ αυτή την πλάση
δεν μπορεί κάτι απ’ όσα ζω ν’ αλλάξει.
Ούτε μια απλή χαρακιά σ’ ότι είμαι εγώ να χαράξει
πριν με κοιτάξει, θα χαθεί δε θα βαστάξει.
Τι κι αν δεν άνοιξα βιβλία έχω πυξίδα την καρδιά μου
αυτή νικά και τα πιο ηλίθια λογικά μου.
Σου μοιάζει τόσο μικρό, μα απο μικρά βγαίνουν μεγάλα
ίσως τα λόγια τα σπουδαία κρύβουν κρεμάλα.
Ίσως οι πιο άδικες φωνές μπρος τη σιωπή να σαλεύουν
και τα πιο ανήμερα θεριά μπρος τη φωτιά ημερεύουν.
Σκέψεις τρελές με γυρεύουν, φέρνουν τρεμούλιασμα καυτό
Πες με χαμένο, το συνήθισα, γνωστό κι αυτό
μα εγώ το χάρηκα ταξίδι μου όταν κοίταξα πίσω
κι είδα όσα έπετρεψε ο λογισμός μου να σ’ αφήσω.
Είναι γλυκά όλα αυτά που `χει τάξει στ’ ονειρό μου.
Δώσ’ μου δύναμη να θρέψω το χαμένο καιρό μου.
Θα `ρθουν πολλά, ζήσε τα νυχτιά μου
για να κρατάω πάντα ζεστή την αγκαλιά μου.
Αυτή έχει μάθει κι όσα πάλι θα υποφέρει
κανείς, κανείς δεν τα ξέρει...
Ποιος, ποιος στ’ αλήθεια να ξέρει
το ταξίδι αυτό μπροστά τι θα μου φέρει;
Ποια λαχτάρα μου φυλάει η επόμενη μέρα,
γιατί εγώ σήκωσα για λάβαρο φωτιά και φοβέρα;
Ποιος, ποιος θα μου μάθει την αλήθεια;
Ποιος μπορεί να με γλιτώσει απ’ τα δικά μου παραμύθια
Ποιος ξέρει το ταξίδι αυτό μπροστά μου τι θα φέρει
κανείς, κανείς δεν το ξέρει...
Ποιος να ξέρει το ταξίδι αυτό μπροστά τι θα μου φέρει;
Ότι κι αν φέρει, θα υποφέρει, όμως κανείς δεν το ξέρει.
Αφού μάθει, θα πάθει, θ’ αλλάξει, τόσα θα μου τάξει
δε θ’ αράξει, θα κράξει, το πλοίο δε θα βουλιάξει.
Θα περάσει από στρατιές βροντές και φουσκοθαλασσιές
ανέμους, βουνά, τυφώνες βροχές.
Το κρίμα πάνω στο λαιμό μου, να με καίει παντοτινό μου
φυλαχτό μου, δικό μου, σκοτεινό μου αληθινό μου.