Με παίρνεις σύννεφο μαζί σου το ταξίδι αυτό το ξέρω
τό `χω κάνει πιο παλιά πολλές φορές και το υποφέρω
όταν ζυγώνεις ουρανό και μου μικραίνει πάλι η γη
με πονάει ξανά του χρόνου η πληγή
Μοιάζουν μικρά τα είδωλά σου Βαβυλώνα
και είναι εξαίρεση ό,τι βλέπω στον κανόνα
είναι άφαντοι οι νικητές, αδύναμοι οι μηχανισμοί σου
τα είδωλά σου από δω σαν ν’ αγνοούν την ύπαρξή σου.
Μ’ αυτό που μένει κι η πιο μεγάλη διαφορά
είναι ότι κρύβεται καλά η διαφθορά
κάτω από σάρκες μέσα σε τοίχους
σαν να κρατάει φυλακισμένους λέει τους ήχους
της ψυχής που έχει γνωρίσει απ’ τη γαλήνη
για ν’ αγκαλιάζει ό,τι μισούσε κι ό,τι φτύνει
παντού μ’ οργή, μήπως θολώσει η εικόνα,
μα εγώ σ’ ακούω και σε νιώθω Βαβυλώνα.
Μας έπιασε η νύχτα ώρα να πάμε χαμηλά
κι ας γουστάραμε κι οι δύο από ψηλά
νιώθω πως έρχομαι ακόμα πιο κοντά σου
είναι αυτό το βουητό κι η μυρωδιά σου
που άλλους μαγεύει, άλλους τρελαίνει, άλλους παιδεύει
μα εμένα όσο σε θυμάμαι με μπερδεύει
για το σωστό, για την αλήθεια, για το ψέμα,
την αδικία, τη μοναξιά, τη τύχη και το αίμα.
Κι είναι τα φώτα δυνατά και τρομάζω
δε μ’ έχεις μάθει καλά τον φόβο ν’ αγοράζω
κι ενώ με θες και με τραβάς πάλι κοντά σου
εγώ μπορεί να έχω ξεχάσει από το φόβο τ’ όνομά σου
Να σε λέω σιωπή, να σε λέω γιορτή,
να σε λέω σιγουριά, να σε λέω γιατί…
Να σε λέω τραγούδι, να σε λέω εικόνα
ή έτσι απλά Βαβυλώνα