Η Πέμπτη μέρα φώτισε
Τ’ άπειρα ζωντανά στη γη
Που η αγάπη του θεού
γέννησε και δυνάστευε
Βαθιά γαλήνη ευώδιαζε
Κι όμως σαν κάτι να `λειπε
Καθώς κυλούσε ο ποταμός
Έσκυψε πάνω του ο θεός
Πήρε νερό στις χούφτες του
Και μοναχά το φίλησε
Και αίμα μύρισε παντού
Κοίταξε αμίλητα ο θεός
Κι έφυγε αργά στη δύση