Και οι λέξεις που ήταν χάδια
γίναν όπλα που χτυπούν,
ήταν θάλασσες τα μάτια
δυο ναυάγια να κρυφτούν.
Λίγο λίγο όσα νοιώσαμε τα πνίγουμε
και έναν πόλεμο ακήρυχτο κρατάμε,
μες το σπίτι δυο στρατόπεδα ανοίγουμε
κάθε μέρα όμως θύματα μετράμε.
Στα χαρακώματα, σβήνουν τα χρώματα,
κυλιέται η αγάπη σα σημαία μες τα χώματα
και καταλήγουμε τα ξημερώματα
μονάχοι να ‘μαστε κι οι δυο σε άδεια σώματα.
Η καρδιά μου ήταν ήλιος
το κορμί σου ουρανός,
δεν υπήρχε άλλος φίλος
δεν υπάρχει άλλος εχθρός.
Λίγο λίγο τα χαμόγελα παγώσανε
δεν τελειώνουν όσα ζήσαμε ωραία,
έναν έρωτα που εμείς τον μεγαλώσαμε
κάθε μέρα τον σκοτώνουμε παρέα.
Στα χαρακώματα, σβήνουν τα χρώματα,
κυλιέται η αγάπη σα σημαία μες τα χώματα
και καταλήγουμε τα ξημερώματα
μονάχοι να ‘μαστε κι οι δυο σε άδεια σώματα.