Μάκρυνες τὰ νύχια τῶν χεριῶν σου,
τά ῾βαψες μὲ ὄζα διαφανῆ,
ξέμπλεξες τ᾿ ἀχτένιστα μαλλιά σου,
παίρνεις ὄψη μικροαστική.
Τὸ μονόλογό σου καταφέρνεις,
σὲ καφὲ καὶ ντίσκο νὰ ξεχνᾶς,
καὶ ὅμως ἀπ᾿ τὸ σπίτι ὅταν περάσεις,
φουστίτσα καὶ γοβάκι δὲ φορᾶς.
Κι ἂν φορέσεις, εἶναι ποὺ σὲ πείθει
τῆς ζωῆς ποὺ κάνεις ἡ χαρά,
μιὰ χαρὰ ποὺ λίγο εἶναι δική σου
καὶ σὲ κάνει νὰ λὲς εἶμαι καλά.