Τώρα πού ῾μαι ζωντόχηρος ἡ μοναξιὰ μὲ δέρνει
κι ἕνας τσομπάνης στὸ χωριὸ μὲ βρίσκει καὶ μοῦ λέει:
Τί θέλεις μόνος στὸ βουνὸ στὰ νιάτα σου ἀπάνω,
τουλάχιστο ἔχεις συντροφιὰ κάνα κομμάτι γράβο;
Ὅλο διαβάζεις, μελετᾶς, Βόγκτ, Σπίνραντ, Ντίκ, Χενλάιν
καὶ Μπέστερ,
γιατί δὲν πᾶς στὸ φεστιβὰλ νὰ νιώσεις λίγο χάι;
Μ᾿ ἐμᾶς, τοὺς γέρους, τι ζητᾶς στὴν ἐρημιὰ τοῦ κόσμου;
μ᾿ ἂν θὲς ν᾿ ἀρμέξεις πρόβατα ἕνα χεράκι δῶσ᾿ μου.
Γιάννη μου, νὰ μὲ συμπαθᾶς, ὄχι κτηνοτροφία,
γιὰ τὰ Σαββατοκύριακα μοῦ φθάν᾿ ἡ Γεωργία.