Σ’ ένα παιχνίδι ζωηρό
που έχει απ’ όλα τα πιόνια,
εκεί διέσχιζα κι εγώ
μα τρέχω χρόνια και χρόνια
και εκεί που λέω θα την βρω
του κουβαριού μου την άκρη
στους δρόμους σκόρπιζα καιρό
για να μαζέψω αγάπη...
Βαρέθηκα εκείνους που ζητούν,
αυτούς που μ’ αδικούν
κι αυτούς που με μισούν.
Βαρέθηκα κι εκείνους που μιλούν
που ό,τι και να λένε
εμένα πια δε μ’ αφορούν.
Βαρέθηκα να πίνω, να ξεχνάω
μες στου ποτού μου τη ζάλη.
Βαδίζω ανέμελος, ζητάω
μια προσοχή πιο μεγάλη.
Βαρέθηκα τους λωλούς ρυθμούς,
τρέχω με φόρα σαν μπόρα
και μες στους άστατους καιρούς
βρεγμένος λέω "προχώρα!".
Βαρέθηκα εκείνους που ζητούν,
αυτούς που μ’ αδικούν
κι αυτούς που με μισούν.
Βαρέθηκα εκείνους που μιλούν,
που ό,τι και να λένε
εμένα πια δε μ’ αφορούν.
Βαρέθηκα ν’ ακούω "σ’ αγαπώ"...
Βαρέθηκα τις λύπες, τις χαρές,
θέλω φωνές να σπάνε τις σιωπές.
Βαρέθηκα το γκρίζο το σταχτή
θέλω με χρώματα να βάψω το γιατί.
Βαρέθηκα να λέω "σ’ αγαπώ"
που απολογούμαι ακόμα και γι’ αυτό
βαρέθηκα να ψάχνω να σε βρω...
Βαρέθηκα εκείνους που ζητούν,
αυτούς που μ’ αδικούν
κι αυτούς που με μισούν.
Βαρέθηκα κι εκείνους που μιλούν,
που ό,τι και να λένε
πια δε μ’ αφορούν.
Βαρέθηκα κι εκείνους που ζητούν,
αυτούς που μ’ αδικούν
κι αυτούς που με μισούν.
Βαρέθηκα κι εκείνους που μιλούν
που ό,τι και να λένε
εμένα πια δε μ’ αφορούν.