Μαύρα ταβάνια καπνισμένα
στου πόνου τη φτωχοταβέρνα
κι αραχνιασμένες οι γωνιές.
Ξύλινα σάπια σκαλοπάτια
πήλινες κούπες και τα πιάτα
και πίκρα σ’ όλες τις ματιές.
Εδώ δεν μπαίνουν όποιοι κι όποιοι
εδώ το γέλιο είναι ακριβό.
Όποιος περάσει το κατώφλι
σέρνει μαζί του και καημό.
Αδειάζει η κούπα απ’ άκρη σ’ άκρη
κρασί χαρμάνι με το δάκρυ,
κουβέντες λίγες και βαριές.
Μα πιο βαριά τα κομπολόγια
χτυπούν αργά σαν μοιρολόγια
και σιγοντάρουν τις καρδιές.
Εδώ δεν μπαίνουν να τα σπάσουν
ούτε ποτήρια, ούτε νταλγκά,
εδώ γυρεύουν να ξεχάσουν
τα βάσανα τους τα βαριά.