Άγγελος δαίμονας
μπροστά σ’ εφτά καθρέφτες
βάφει το πρόσωπο
σαν τις κοινές γυναίκες
Άσπρο αδιάβροχο
κουστούμι από μετάξι
φτερά στους ώμους του
σε λίγο θα πετάξει
Στον Πήγασο ανεβαίνει
στ’ άστρα ταξιδεύει
μιλάει στο Θεό
κι εκείνος τον χαϊδεύει
Λειώνει το πρόσωπο
κι αλλάζει πάλι όψη
νιώθω πως απ’ το νου μου
θέλει να με διώξει
Στη φυλακή των αστεριών
και των αγγέλων
οι μουσικές δε σταματούν
μοιράζουν τις φωνές τους
σ’ άγνωστους ανθρώπους
σα μαριονέτες του κινούν
και τις ψυχούλες τους καλούν
και στο παζάρι, και στο παζάρι
και στο παζάρι τις πουλούν
Άγγελος δαίμονας
πατέρας των θαυμάτων
ανεμοφύλακας οστών
και αθανάτων
Το τσιφτετέλι
είναι πάντα ο χορός του
γυμνοί λαγόνες
θανατώνουνε το φως του
Σ’ ένα ρυθμό που δεν τον ξέρω
μα τον νιώθω
σπάω τα νύχια μου
το δαίμονα μου διώχνω
Κι έτσι στη δόξα του
πουλάω τη ψυχή μου
παίζω μακάμια
και σκληραίνω τη φωνή μου
Στη φυλακή των αστεριών
και των αγγέλων
οι μουσικές δε σταματούν
μοιράζουν τις φωνές τους
σ’ άγνωστους ανθρώπους
σα μαριονέτες του κινούν
και τις ψυχούλες τους καλούν
και στο παζάρι, και στο παζάρι
και στο παζάρι τις πουλούν