Ψηλά πολύ ψηλά λάμπουν τα φώτα
ίσως τα φώτα, που μας έκλεψαν
της πολιτείας που μας έκλεψαν
κι η θύμηση απ’ το τελευταίο λιόγερμα και τα βουνά,
γύρω δικά μας.
Μακριά πολύ μακριά υπάρχεις.
Πρέπει να υπάρχεις.
Σα να μπορώ ν’ αφουγκραστώ το γέλιο σου, ξανθό,
πίσω απ’ τους λεκιασμένους τοίχους.
Κάποτε που όλα θα μαθευτούνε
που θ’ αναλιώσει πάλι το παγωμένο κέντρο της μνήμης
τώρα, παντού,
«η κατάθεσή μου, να θυμάμαι τι είπα στην κατάθεσή μου»
και θα ξανάρθουνε τα χρώματα ίσως.
Κάποτε που θ’ ανοιχτούν οι πόρτες των τάφων,
των σπιτιών, των φυλακών, των νόμων,
να λογαριάσουμε τους νεκρούς μας,
να μοιραστούμε τα καινούργια μας τραγούδια.
Κάποτε θα μάθεις κι εσύ τα υπόλοιπα,
θα θυμηθείς και εσύ.
Μακριά, πολύ μακριά, είσαι η ζωή.
Θα είσαι μακριά
τότε εγώ δε θα υπάρχω.