Στ’ άγριο το δάσος, πέρα εκεί στην εξοχή,
όμορφη τσιγγάνα ζούσε πάντα μοναχή.
Μόνη της πονούσε, μόνη της θρηνούσε το τρελλό παιδί,
που `χε αγαπήσει και που `χε ποθήσει να το ξαναϊδεί.
Μα τι κι αν είναι όμορφη αυτή η τσιγγάνα
κι αν έχει μύρια θέλγητρα και μάτια πλάνα
κι αν ρίχνει μάγια κι όλους ξέρει να μαγεύει,
μα του τρελλού παιδιού της την καρδιά – Ωϊμένα!
δεν είχε ως τόσο αυτή μπορέσει να κλέψει κάποτε μια βραδιά. (δίς)
Κι έρριχνε τα μάγια κι έρριχνε και τα χαρτιά
και με το φεγγάρι μίλαγε κάθε νυχτιά
κι όλο το ρωτούσε, `κείνος π’ αγαπούσε, αν θε’ να βρεθεί
για να πέσει πάλι μέσα στην αγκάλη, όπου τον ποθεί.
Τώρα ο νιός με άλλη σμίγει τα φιλιά του,
άλλη κοπέλλα σφίγγει μες την αγκαλιά του
και μια βραδιά μαζί μ’ αυτή στο δάσος πάει
και την τσιγγάνα ψάχνει για να βρει, μα εκείνη
μόλις τον βλέπει μ’ άλλη κοντά του πέφτει μπροστά του με μιας νεκρή!
* Οι στίχοι κατά τη διασκευή του λιμπρέτου που ακούγεται στην τηλεοπτική μεταφορά της οπερέτας «ΒΑΦΤΙΣΤΙΚΟΣ» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη από την ΕΡΤ.