Κάπου σε στίχο διάβασα
των εραστών τα λόγια
πως είναι σπίθες και φωτιά
μα λέξεις μες τα χρόνια
φίλοι καλοί και μακρινοί
την κάναν για ταξίδια
εκεί που ο νους μονό μπορεί
και η φυγή απ’ τα ίδια
με έπιασε πίκρα ξαφνικά
ο νους με βγάζει πίσω
μαύρα πανιά οι σκέψεις πως
την ξενιτιά να ντύσω
όμως με παίρνει ο καιρός
σε βρώμικο λιμάνι
και ο φάρος πια της λησμονιάς
ξανά σινιάλο κάνει
Είδα τα αστέρια στις νυχτιές
μαζί μου να χορεύουν
σα μνήμες που πληγώνουνε
κι όλο να με ρωτάνε
για κάποιες άδειες αγκαλιές
και λόγια που βαραίνουν
ξένα στο χρώμα της αυγής
τα μάτια μου αναγέννουν
μ’ αυτό το λίγο που ζητώ
το χάνω σ’ άλλον εαυτό
πως να γιατρέψω ηδονές
που είναι σαν θάλασσες πλατιές
κι αυτά που πίστεψα πολύ
για έρωτες κι αλήθειες
μείναν σαν όνειρά φτωχά
που κουβαλούν συνήθειες
έτσι με παίρνει ο καιρός
σε βρώμικο λιμάνι
και ο φάρος πια της λησμονιάς
ξανά σινιάλο κάνει