Χρειάζομαι μια παύση, είπες.
Και τα μαλλιά μου ίσιωσαν από την αγωνία.
Χάθηκαν όλες οι σγουρές επιπλοκές
όπως τις σχηματίζει η βιαστική πετσέτα,
μικρά καρούλια κύλησαν στο πάτωμα
και καστανά ελατήρια ξεχυθήκαν
προς μία άγνωστη κατεύθυνση ευθεία.
Ήρθε το βράδυ και κανείς στον κόσμο
τίποτε δεν κατάλαβε.
Εσύ χρειαζόσουν κάτι σιωπηλό
– ούτε που ακούστηκες.
Και μένα τα μαλλιά μου
δεν ασπρίσαν απ’ την αγωνία.