Ποιος να σε βάφτισε στης Στύγας τα νερά
κι έτσι αμίλητη στον κόσμο υποφέρεις
δυσεύρετο αίνιγμα γεμάτο μυστικά
κατάγομαι απ’ τη λύπη σου, το ξέρεις.
Έλα κοντά μου να σου πλύνω τα μαλλιά
μ’ αμφίβια μύρα και νερό απ’ την Παλαιστίνη
Θεέ μου τι λέω, πώς επέστρεψε αυτή η μνήμη
σαν ένα πλοίο με τα φώτα του σβηστά.
Πες μου τι ψάχνουμε σ’ αυτή την συμφορά
όλα λιγόστεψαν, κανείς δεν έχει μείνει
και η αγάπη μας ένα μικρό δελφίνι
που ξεμακραίνει λαβωμένο στ’ ανοιχτά.
Στυφή αρμύρα πάει να πιει
και πίκρα των κυμάτων
και κουβαλάει στη ράχη του
στιγμές μικρών θανάτων.