Τα ήσυχα απογεύματα, πριν οι φωνές ξυπνήσουν
γυρεύω μάταια να βρω για μένανε τι ήσουν,
γυρεύω μάταια να βρω για μένανε τι ήσουν.
Το μπακιρένιο, στη φωτιά, μπρίκι, έχω βάλει ήδη,
να σιγοβράζει η ζωή με άρωμα Λουμίδη,
θα ρίξω όλες τις στιγμές μες στο βαθύ φλιτζάνι,
να ναυαγήσουν σχήματα πάνω στην πορσελάνη.
Των αισθημάτων το ασαφές
να ζωγραφίσει ο καφές,
να μου το δείξει ο καφές
των αισθημάτων το ασαφές.
Αναζητώ το σχήμα σου μες στο κενό που αφήνει
κι αναρωτιέμαι, από `σε τι έχει απομείνει,
κι αναρωτιέμαι, από `σε τι έχει απομείνει.
Το μπακιρένιο, στη φωτιά, μπρίκι, έχω βάλει ήδη,
να σιγοβράζει η ζωή με άρωμα Λουμίδη.
Των αισθημάτων το ασαφές
να ζωγραφίσει ο καφές,
να μου το δείξει ο καφές
των αισθημάτων το ασαφές.