Είδα πολλά στο δρόμο μου πρόσωπα ραγισμένα,
είδα τους φίλους σιωπηλούς μάτια κατεβασμένα
παραθυρόφυλλα κλειστά και πόρτες σφαλισμένες,
άδεια κορμιά να σέρνονται σε πόλεις τρομαγμένες.
Είδα τη νύχτα να ΄ρχεται σαν αγκαλιά μητέρας
το φως να παίρνει τη ματιά στα σύνορα της μέρας,
είδα πως είναι να ξεχνάς για να σωθείς, να μην πονάς,
μονάχος σου να κουβαλάς τα λάθη αυτών που αγαπάς.
Τρέμει η ζωή και χαίρεσαι κι όλο νομίζεις φτάνεις
μα όπου και να καίγεσαι την ίδια φωτιά θα κάνεις.
Είδα ελπίδες κι όνειρα στον πίνακα να σβήνουν
και όλες τις δυνάμεις μου πίσω να με αφήνουν,
είδα μια αχτίδα να περνά στης μοναξιάς τα βάθη,
ναυάγια να γίνονται οι αλήθειες και τα πάθη.