Είναι κάτι μεσημέρια που κοιμάμαι βαριά
κι ο χορός της παρακμής μου με ζυγώνει
με μια δόση παρλάτας, παντομίμας θηλιάς
μ’ όλο κάτι πονηρό με ζαχαρώνει
Ανάβουν στο μυαλό μου προβολείς καμπαρέ
μισόγυμνες γυρνούν οι υποσχέσεις
η έμπνευση σου αγόρι μου μυρίζει σουξέ
μα άντε κι ήρθε πως θα το αντέξεις
Στ’ όνειρο σου εσύ, σκοτεινή διαδρομή
Σε φαντάζομαι βεντέτα κάτι σαν super star
να γυρίζεις με το cabrio στη πόλη
ν’ αργοπίνεις γκλαμουράτος στα πιο διάσημα μπαρ
μ’ ένα ύφος σαν να παίρνεις βιτριόλι
Νάχεις κάργα πωλήσεις μ’ έξι μηδενικά
και μπαλέτο από γλάστρες επιπέδου
δωδεκάχρονα, χιλιόμετρα να κάνουν ουρά
να σωριάζονται σαν έπιπλα δαπέδου
Νά `σαι πάντα στη τρίχα, κουστουμάκι λαμέ
νά `χεις άποψη και μόνιμα μια ζάλη
από όλα τα εδέσματα να θες τον πουρέ
αφού θά `χεις πουρέ μεσ’ το κεφάλι
Μη το πεις, θα το πω, είναι φίλος, δεν μπορώ
τόνε πήρε η κατηφόρα
τους ζηλεύει θαρρώ, έχει πρόβλημα χοντρό
θέλει και τα ρέστα τώρα
είναι εύκολο να θες να τους κρίνεις
και να λες πως εγώ δε θα τους μοιάσω
μ’ αν στα χώσουμε χοντρά, ή πεινάνε τα παιδιά
την κουλτούρα σου να βράσω
Κι όταν έχεις αποκτήσει όσα θες κι όσα δεν
για το άσυλο κρετίνων θα σαλπάρεις
να σε δείχνουν οι μαμάδες στα παιδιά και να λεν
ό,τι δίνεις στη ζωή, αυτό θα πάρεις
Κι εσύ έδινες πάντα κάτι τρίχες σουφλέ
και άφηνες το κόσμου σου στη πλάνη
γι αυτό δε σε γουστάρισα μαλάκα ποτέ
γιατί είχες τον πουρέ μεσ’ το κεφάλι