Στης ερημιάς τα λευκά τα κελιά
κέντησα για σένα ζωγραφιά.
Μια θάλασσα, μια πόρτα ανοιχτή
κι έχτιζα το δρόμο μη χαθείς.
Που να σταθώ και δρόμο ποιο να πάρω
η πόλη αλλάζει δίχως να ρωτά.
Αυτή που μένει ίδια νυν και αεί και ακολουθεί
είναι η μοναξιά μου που ξέρω και με ξέρει.
Μόνη εδώ νύχτες που περπατώ
έμαθα μονάχη μου να ζω.
Να σ’ αγαπώ δίχως ορισμό,
όνομα, οδό και αριθμό.
Που να σταθώ και δρόμο ποιο να πάρω
η πόλη αλλάζει δίχως να ρωτά.
Αυτή που μένει ίδια νυν και αεί και ακολουθεί
είναι η μοναξιά μου που ξέρω και με ξέρει.