Κρατά τη σιωπή που μου χρεώθηκες
ό,τι σε τύφλωσε και σώθηκες
σαν πίστη ακριβή
κι άκου ό,τι αφουγκράστηκε το αίμα σου
ό,τι ξοδεύτηκε στο ψέμα σου
μέσα σε μια στιγμή
Ό,τι μας κλώτσησε στο φως
είναι αυτοσχέδιος μηχανισμός
όπως το γέλιο ενός παιδιού
μια χαραμάδα πανικού
Δώσ’ μου τον ιδρώτα σου και τη στεριά
να βαφτιστώ σε μια δικιά σου θέλω μαχαιριά
κι ας μη μου το χρωστάς
Κι άκου ό,τι ορκίστηκε στην πλάνη σου
ό,τι ξοδεύτηκε για χάρη σου
και μη τα παρατάς
Ό,τι μας κλώτσησε.....
Πες μου, τα χείλια της καρδιά σου άνοιξε
τη μέρα μου έλα και δάγκωσε
και μη με λυπηθείς
Σπείρε στο χορτάρι σου το άπειρο
και πότισε το μια γουλιά νερό
όταν με θυμηθείς