Ξενιτεμένος χρόνια τώρα άμα σου λέει κάτι,
ταξιδεμένος χρόνια τώρα απ’ άκρη σ’ άκρη.
Μακρυά απ’ τη ρίζα του δέντρο είμαι που κάρπησε,
θνητός που λάθεψε, μετάνοιωσε κι αγάπησε.
κι όμως στιγμή σε ησυχία δε μ’ αφήσαν τα ζόρια
και με τα λίγα δεν θυμάμαι, λεπτό νά `μαστε χώρια.
Δεν θυμάμαι ανάλαφρη ποτέ την πλάτη
κι όλο το βιος μου πίστεψέ με πως χωράει σε ένα δεμάτι.
Από μικρός στις δουλειές και στο μηνιάτικο,
τώρα, δάσκαλος και μαχητής στου LOW BAP το αντάρτικο
και σου το ορκίζομαι ποτέ δεν ήμουν άπληστος,
μόνο άϋπνος και ανασφάλιστος.
Τι σιγουριά μου και το αύριο, είχα αγεφύρωτα
και ενός χρόνου και κάτι τα νοίκια απλήρωτα
κι όμως ξεπόρτιζα, γελούσα κι ονειρευόμουν
όπου μπορούσα βοηθούσα και το χαιρόμουν.
Ποτέ δε μου λείψε κάτι όσο δεν ζήτησα πολλά,
πάντα κοιτούσα τη βολή σου από μακρυά.
Για μένα τίποτα δεν άλλαξε κι εσύ τρομάζεις,
που στις μέρες τις κρίσης μου μοιάζεις.
Τώρα που αλάφρωσε του καθενός η τσέπη
και λακουβιάσαν ολονών τα μονοπάτια.
Τώρα που μπάζει, του καθενός η σκέπη
και της βολής πληθύναν τα σκαλοπάτια.
Τώρα γελάω που τακιμιάσαμε,
για μένα τίποτα δεν άλλαξε κι εσύ χλωμιάζεις
κι όπως λεν τι είχαμε τι χάσαμε
ενώ εσύ καημένε πια, πόσο μου μοιάζεις.
Κάπως έτσι και για μένα είχαν τα πράγματα,
μικρό καλάθι βαστούσα όπου φυτρώναν θαύματα
κι όσα όμορφα βρήκα όταν αλήτευα στους κήπους των τρανών,
για σπάσιμο τα φύτευα.
Δεν ζήλευα ποτέ τα μεγαλεία που τάζαν
και χαστούκιζα τους βλάκες όταν με στραβοκοιτάζαν.
Δεν υπήρξα μίζερος, ούτε λίγο άπραγος
μόνο κουρασμένος και για μέρες άφραγκος.
Όσο μπορούσα ανέβαζα λίγο λίγο τον πήχη,
στην γκαντεμιά δεν πίστευα, μα ούτε στην τύχη.
Για να ξεσπάσω απ’ της ζωής τα απανωτά σκαμπίλια,
πάντρευα στο σπίτι δείγματα από βινύλια.
Κι είχα όπως όλοι παράπονα, γιατί κι απορίες,
μα δεν κλαιγόμουν και χυνόμουν οργή σε πορείες
κι ήμουν κι εγώ κουρασμένος κι ολημερίς στο λιοπύρι,
μα στις παρέες ορεξάτος, γνωστό πειραχτήρι.
Τώρα πιά βολεμένε είσαι στα μέρη μας
και στο ζωνάρι φυλαγμένο είν’ το μαχαίρι μας,
που `ναι αχρείαστο αφού στα πρωτοβρόχια,
αν δε σε ξεκάνει ο φόβος, θα σε ξεκάνει η φτώχεια.
Τώρα που αλάφρωσε του καθενός η τσέπη
και λακουβιάσαν ολονών τα μονοπάτια.
Tώρα που μπάζει, του καθενός η σκέπη
και της βολής πληθύναν τα σκαλοπάτια.
Τώρα γελάω που τακιμιάσαμε,
για μένα τίποτα δεν άλλαξε κι εσύ χλωμιάζεις
κι όπως λεν τι είχαμε τι χάσαμε
ενώ εσύ καημένε πια, πόσο μου μοιάζεις._