Σε λίγα χρόνια που στη σύνταξη θα βγω
ίσως μπορέσω να γυρίσω στην πατρίδα,
μα ένα πρόβλημα με καίει από καιρό
και φαρμακώνει τη γλυκιά μου την ελπίδα:
Αν μείνω εδώ να παίρνω σύνταξη
από το μαρασμό θα σβήσω.
Κι αν έρθω πίσω στην πατρίδα μου,
με δίχως πόρους πώς να ζήσω;
Όλο το βιός μου που `χα αφήσει στο χωριό
το `χει ρημάξει τόσα χρόνια η κατάρα.
Στα μαύρα ξένα το ψωμί είναι πικρό,
μα πιο πικρά τα γηρατειά χωρίς δεκάρα.
Αν μείνω εδώ να παίρνω σύνταξη
από το μαρασμό θα σβήσω.
Κι αν έρθω πίσω στην πατρίδα μου,
με δίχως πόρους πώς να ζήσω;