Σ`αφήνω ανοιχτό το τετράδιο, σ`αφήνω γλυκό στο τραπέζι
να`ρθείς όταν όλοι αποκάνουν να δεις ποιος αγρυπνά να σου παίζει.
Σβήνω το φως και χρυσίζει, η ταινία τυλίγεται αργά
ένα λόγο που ως τώρα δε μίλησε στα χείλη ν`ανθίσει ζητά.
Ας πάμε λοιπόν κατά κει μια βόλτα ασημένιο φεγγάρι
ακούς το ραβδί της στο βράχο, ποιες λέξεις μυρίζουν θυμάρι.
Αγάπησα μέσα από σένα και φίλους κι εχθρούς ακόμα κι εμένα
που με στόμα γεμάτο χοχλάδια φθόγγο δε βγάζω κανένα.
Ας πάμε φωνή παιδική γιατί οι σκιές όσο παν μεγαλώνουν
πρέπει να φτάσουμε κει, τι απαίσιοι να σε μαλώνουν.
Ρωτώ ποιος την είδε, ποιος άκουσε για ποια να`σπασε τούτη η χύτρα
στις νότες μου βλέπω έναν μπρούτζινο καβαλάρη να σκίζει τη νύχτα.
Λοιπόν ποιος την είδε, ποιος άκουσε για ποια να`σπασε τούτη η χύτρα
γερό ριμαδόρο τεχνίτη χρειάζεται αυτή η προξενήτρα.
Πού αλλού θες να πας, πού αλλού θες ν`ανέβεις
τώρα να δίνεις σου μένει, όχι άλλο απ`αυτούς να γυρεύεις.
Πού αλλού θες να πάει, πού αλλού θες ν`ανέβει
μόνο μια τρίλια, μια τρίλια ακόμη όποιος τραγουδάει παιδεύει.
Ας πάμε φωνή παιδική γιατί οι σκιές μεγαλώνουν
πρέπει να φτάσουμε εκεί.
Κι αν χαθούμε, αν κάποιος ξυπνήσει που ονειρεύονταν, λέει, όλ`αυτά
αφού μια φαντασία είν`όλα, τι γίνεται τότε μετά.
Ντύσου, ετούτης της νύχτας το ποιο όμορφο μέρος δε θέλω να χάσω
του Μάρκελλου θέλω της Δώρας τις καινούριες στροφές ν`απολαύσω
Ακούστε, τούτης της νύχτας το πιο βαθύ μεσονύχτι χτυπά
το σκοπό ξεκινά η Ερύθεια, καθένας μας τώρα ας σιωπά.
Ακούω τη φωνή σου ακούω τη φωνή σου
να`ρχεται σιγά στ`αυτιά μου, λόγια δε μού `ρχονται να πω
μονάχα σ`ότι λες θα σου απαντώ
σ`αγαπώ, σ`αγαπώ.