Μ’ οργή και κακιωμό ένας τυφώνας
το πέλαγο βαθιά ανακατεύει
και λύτρωση η ψυχή μου να γυρεύει
τη νύχτα αυτή που γίνηκε αιώνας
Το sos έχει η καρδιά μου τώρα εκπέμψει
την ύστατη απευθύνω ικεσία
σε μια αφροντυμένη οπτασία
δική σου, έχει ο νους μου πια σαλέψει
Σταβέντο περπατάω στην κουβέρτα
και μέσα στο χαμό παραμιλάω
τα κύματα με πάνε και δεν πάω
σε ξέφρενο αλήθεια σούρτα φέρτα
Δεν έχω πια κορμί έχω κουρέλια
σμπαράλια το σαρκίο μου έχει γίνει
που καίγεται σε διάπυρο καμίνι
θα πέσω κι ας κρατιέμαι από τα ρέλια
Το πέλαγος αυτό θα με δροσίσει
δυο μέτρα μένουν ως το παραπέτο
κι ο χάρος πειρατής μ’ ένα μουσκέτο
μεσόφρυδα όπου να ναι θα χτυπήσει
Ανάξιο της θάλασσας θρασίμι,
που αγέρωχη αφρίζει από κάτου,
η άλλη όψη θα ναι του θανάτου.
Λικνίζομαι κι εγώ σ’ ένα ταξίμι
πνιγμένου ναυτικού οργανοπαίχτη
που αγάπησε πολύ ωσάν κι εμένα
κι ονείρατα στη θάλασσα αφημένα
τον δίκασαν τον άμοιρο σαν φταίχτη
και πριν τη δυστυχία μου να ρίξω
στο πέλαγο που μαίνεται ακόμα
φιλί γλυκό μου έδωσες στο στόμα
εγώ στην αγκαλιά μου θα σε πνίξω
μου σφύριξες, και τέρμα το παλάντζο.
Διαλέγω τη ζωή που δεν ορίζω
πως θα ρθεις να με βρεις ξανά ελπίζω
κι η πόρτα της καρδιάς μου είναι στο γάντζο