Από πίσω απ’ τσ’ αγκινάρες
κάθονται δυο ντερβισάδες.
Κάθονται και τρων και πίνουν
και στο ρεμπελιό το ρίχνουν.
Λέω, λέω, λέου, λέου
τενεκές του πετρελαίου.
Και φουμάρουν και χασίσι
κι είναι τύφλα στο μεθύσι.
Το μεθύσι, το μεθύσι
έρχεται απ’ το χασίσι.
Το φουμάρω, το φουμάρω
και κανένα δεν πειράζω.
Που ‘ν ποτήρια για να σπάσω
το μεράκι να ξεχάσω.
Άναψε τα και σβησέ τα
τα κεριά τα σπερματσέτα.