Σε λάθος πλοίο επιβάτης
και στην κουκέτα τ’ όνομά της.
Μασάει χρυσάνθεμα και δυόσμο
και βλέπει ανάποδα τον κόσμο.
Μεθάει σε βρώμικα λιμάνια
με λιποτάκτες και χαρμάνια.
Σε θαλασσόπετρες πλαγιάζει
και με τ’ αστέρια κουβεντιάζει.
Κι η μάνα του στις ρεματιές
ανάβει στα νερά φωτιές.
Μέσα στης τρέλας του τη φιέστα
απ’ τη ζωή ζητάει τα ρέστα.
Πέφτουνε ντόμινο τα πλάνα,
τον βρίσκει η νύχτα σε μια αλάνα.
Έξω απ’ το σώμα του πετάει
και στους αιθέρες περπατάει.
Στο λίβα της και στο βαρδάρη,
στον ήλιο της και στο φεγγάρι.
Κι η μάνα του στις ρεματιές
ανάβει στα νερά φωτιές.
Dieser text wurde 342 mal gelesen.