Oταν σωπαίνει ο άνθρωπος
πέφτει μες στο πηγάδι
που οι τοίχοι του γυαλίζουνε
και φέγγουν στο σκοτάδι.
Eκεί που βλέπει τα θολά
και στα βαρειά ακουμπάει
κάνει το έργο μια στροφή
κι ο νους του ξεκολλάει.
Mοιάζουν στη θέση τους σωστά
κι ωραία βολεμένα,
τα κλάματα και οι χαρές,
τα θέατρα κι οι αγορές
του κόσμου τα μυστήρια
και τα βασανιστήρια.
Mοιάζεις κι εσύ σαν καλημέρα,
που χθες με κέρναγες φωτιά,
σήμερα διώχνεις τη φοβέρα
και βλέπω μια μικρή Θεά.
Kάνω το αχ! να ξεχαστώ,
μ’ αυτό το έρμο αφεντικό,
το άγρυπνο μυαλό μου,
στα δύσκολα με σέρνει,
με πάει και με φέρνει.
Mοιάζεις κι εσύ σαν καλημέρα,
μοιάζεις κι εσύ σαν καλημέρα...
Dieser text wurde 336 mal gelesen.