Καθόμουνα στον καφενέ, αμάν, αμάν,
κι έβλεπα τα μανάρια
να περπατούν καμαρωτά, αμάν, αμάν
και να μοσχοβολάνε.
ΧΟΡΟΣ: "Κι όσο το μάτι θόλωνε,
η βέρα που φορούσε
γαντζώνονταν στο δάχτυλο
και τον πετροβολούσε"
Μέταλλο σε βαρέθηκα, αμάν αμάν,
βάρυνες με τα χρόνια.
Σε βγάζω από πάνω μου, αμάν, αμάν,
και σε πετώ στο κύμα.
ΧΟΡΟΣ: "Περνούσε ψάρι νηστικό
και άρπαξε τη βέρα
Ό,τι γυαλίζει δεν είναι χρυσός
άκου, φτωχό και μένα"
Το ψάρι ήταν άτυχο, βρ’ αμάν, αμάν,
έπεσε σε τηγάνι
και βρέθηκε στο πιάτο μου, αμάν, αμάν,
ένα Σαββάτο βράδυ.
ΧΟΡΟΣ: "Τ’ ανοίγει με τα χέρια του
και βρίσκει το μπελά του.
Πετιέται η βέρα κι έρχεται
ξανά στα δάχτυλά του"