Πιασμένος σε παγίδα κι έχουν περάσει χρόνια
στην πόρτα σου γυρνάω κάθε πρωί.
Στη σκέψη σου αρρωσταίνω, στέκω, βαριανασαίνω,
θυμάμαι όταν σε είχα πρωτοδεί...
Δε μένει εδώ κανείς,
μόνο τα δέντρα μείναν ίδια
κι άδειοι δρόμοι με σκουπίδια.
Δε μένει εδώ κανείς,
σκληρό το φως που ξημερώνει,
σα μεθυσμένο μ’ ανταμώνει
και με λιώνει.
Ξεπούλησα το νού μου κορόϊδο του εαυτού μου
αράχνη σ’ ακατοίκητο ουρανό
νομίζω τα `χω χάσει δε σ’ έχω ξεπεράσει
κοιτάζω το κουδούνι σου: αδειανό.
Δε μένει εδώ κανείς,
μόνο τα δέντρα μείναν ίδια
κι άδειοι δρόμοι με σκουπίδια
Δε μένει εδώ κανείς,
σκληρό το φως που ξημερώνει,
σα μεθυσμένο μ’ ανταμώνει
και με λιώνει.