Βρέχει κι αστράφτει και βροντά
και κάποιος με μαράζι,
κλαίει στη στενή του τη γωνιά
και βαριαναστενάζει.
Θλιμμένος γύρω του κοιτά
κι οι τοίχοι τον βαραίνουν,
σαΐτες ρίχνει η μοναξιά
και στην καρδιά του μπαίνουν.
Μπροστά στη λάμπα τη θαμπή
κουράγιο πια καρδιά μου,
σε ποιον να βρω τώρα να πω
την τόση απελπισιά μου.