Ημερολόγιο μηχανών. Ημέρα 1.
Το παγωμένο σύρμα μου κόβει τα δάχτυλα και ο κάλυκας αιωρείται ανάμεσα στη στιγμή και την αιωνιότητα. «Κάτω το κεφάλι» μου φώναξες. «Σκύψε, γονάτισε».
Οι μηχανές έχουν καταλάβει το κέντρο και οι δειλές ψυχές που φτιάχναν για χρόνια στο σκοτάδι πέφτουν σαν άστρα από τα μπαλκόνια της ανάγκης και της περηφάνειας.
Δεν θέλω. Βλέπω τους ψηλούς σαν τις σκιές, σκοτώνουν στα σοκάκια ξένους.
Και κάτι γυναίκες, ομοιόματα ανθρώπου χαρίζονται. Χιλιάδες βιασμοί από την 3η φάλαγγα.
Οι άρρωστοι εκτελούνται πρώτοι. Νοσοκομεία κρεματόρια. Το ξεσκαρτάρισμα ξεκίνησε. Άχρωμες και έγχρωμοι. Στο αίμα που κύλησε απ’τον πρώτο άγνωστο που πήδηξε το χαντάκι του 7ου, αναδύθηκαν οι καβαλάρηδες της αποκάλυψης.
Έλα μαζί μου. Θα σου πω για τη γέννηση και το θάνατο.
Για αγάπη και ανοχή. Στα γράφω για να τα βρίσκεις. Στα ψιθυρίζω για να τα ακούσεις.
Στην Αυλώνα πίσω από το τείχος ακούγονται παιδιά.
Τραγουδούν ένα τραγούδι για εκείνη τη νύχτα. Τη πιο μεγάλη νύχτα του κόσμου.