Για τελευταίο βράδυ
η πόλη με φώτα νικάει το σκοτάδι,
μα πριν ο ήλιος βγει
η πόλη θα`χει χαθεί.
Η πόλη καίγεται κι εγώ ξενυχτάω,
πάνω στους λόφους της, τρελά γελάω,
η πόλη καίγεται κι εγώ ξενυχτάω,
στην άγρια λάμψη της
τους σφυγμούς μου μετράω.
Οριστικά τρελή,
μα πριν ο ήλιος βγει
η πόλη θα`χει χαθεί.
Από μικρό παιδί
ήξερα ότι αυτή η ώρα θα`ρθεί,
απ`το παράθυρο κοιτώντας το φεγγάρι
κάθε βράδυ, μήπως μου πει,
και τόσα χρόνια τώρα
κάθε βράδυ κοιτάω τον ουρανό
μ`εκείνα τα ίδια μάτια από παιδί
και περιμένω να μου δείξει σημάδι.
Αυτό το βράδυ
είδα ν`αλλάζει χρώμα το φεγγάρι,
βαθύ μωβ, πράσινο, κόκκινο,
κόκκινο σαν το αίμα, έσβησε
κι ύστερα ανέβηκε ψηλά κι έγινε άσπρο.
Έτρεξα, ανέβηκα στο λόφο να το φτάσω,
μα πριν προφτάσω, τα μάτια μου,
μου δείξανε της λύτρωσης
καταστροφής τη λάμψη.
Η ώρα είχε φτάσει,
η ώρα που ήξερα ότι θα`ρθει
χωρίς κανείς να το`χει πει,
όλα αλλάζουνε,
γρήγορα αλλάζουνε,
βιαστικά, άπληστα, χωρίς νόημα,
χωρίς αποτέλεσμα, χωρίς λογική,
τρέχουν να φτάσουν γρήγορα στο τέλος.